- περίπικρος
- περίπικροςvery harshmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίπικρος — ον, ΜΑ 1. εξαιρετικά πικρός 2. πολύ στυφός … Dictionary of Greek
περίπικρον — περίπικρος very harsh masc/fem acc sg περίπικρος very harsh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπίκρους — περίπικρος very harsh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπικροι — περίπικρος very harsh masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek